σιδηρομαγνητικός

σιδηρομαγνητικός
-ή, -ό, Ν
1. φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σιδηρομαγνητισμό ή αυτός που παρουσιάζει σιδηρομαγνητισμό («σιδηρομαγνητικές ιδιότητες»)
2. φρ. «σιδηρομαγνητικά υλικά»
φυσ. υλικά, όπως είναι ο σίδηρος, το κοβάλτιο, το νικέλιο και μερικά κράματά τους, τα οποία έχουν την ικανότητα να ασκούν ελκτικές δυνάμεις και να μαγνητίζονται εύκολα, φαινόμενο το οποίο οφείλεται στον αυτόματο παραλληλισμό τών μαγνητικών πεδίων τών επιμέρους ατόμων τους, τα οποία συμπεριφέρονται σαν στοιχειώδεις ηλεκτρομαγνήτες που δημιουργούνται τόσο από την περιφορά τών ηλεκτρονίων τους γύρω από τον πυρήνα όσο και από την περιστροφή κάθε ηλεκτρονίου γύρω από τον εαυτό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ferromagnetic < ferro- (< λατ. ferrum «σίδηρος») + magnetic (< μαγνητικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”